- βιονομία
- ηκλάδος της βιολογίας ο οποίος εξετάζει τους νόμους που διέπουν τις σχέσεις των οργανισμών μεταξύ τους και με το περιβάλλον τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βιονομία — Κλάδος της βιολογίας που μελετά τις σχέσεις ανάμεσα στους ζωντανούς οργανισμούς, καθώς και τις σχέσεις τους με το περιβάλλον. Σήμερα η λέξη β. έχει αντικατασταθεί από τον όρο οικολογία (βλ. λ.). * * * η η επιστήμη που μελετά τις σχέσεις των… … Dictionary of Greek
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek
βι(ο)- — α συνθετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος. Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό σε πολλές λέξεις της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με τη ζωή ή τα έμβια όντα. Πρβλ. βιολόγος, βιομήχανος αρχ. βιαρκής, βιοδότης,… … Dictionary of Greek
βιονομικός — ή, ό σχετικός με τη βιονομία … Dictionary of Greek
οικολογία — η κλάδος της βιολογίας που μελετά τις σχέσεις οργανισμών και περιβάλλοντος, αλλ. βιονομία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)